Με μεγάλη επιτυχία και σε κλίμα συγκίνησης πραγματοποιήθηκε η γιορτή του Γενικού Λυκείου Σοφάδων για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Σοφάδων.

Η εκδήλωση ήταν αφιερωμένη στις τρομερές μάχες του υψώματος 731 στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το κλίμα μάλιστα φορτίστηκε συγκινησιακά όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα ο ήρωας του αλβανικού μετώπου, 97 χρονών σήμερα, κ. Ευάγγελος Κόγιας που πολέμησε γενναία στο 731 για την υπεράσπιση των συνόρων της πατρίδας μας.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με την απονομή τιμητικών διακρίσεων σε μαθητές από το Δήμαρχο Σοφάδων κ. Θάνο Σκάρλο, τον Αντιδήμαρχο κ. Βασίλη Αγγελόπουλο και τον Διευθυντή του Σχολείου κ. Βασίλη Θεοχάρη.

Ακολούθησε ο ορισμός σημαιοφόρων και παραστατών, όπου για την παρέλαση της Τετάρτης σημαιοφόρος του Λυκείου θα είναι η μαθήτρια Αναστασία Κατσή.

Εν συνεχεία προβλήθηκε ντοκιμαντέρ για τις μάχες στο ύψωμα 731 με αφήγηση του μαθητή Αλέξανδρου Αλιβάνογλου. Ενδιάμεσα ακούστηκαν τραγούδια από την χορωδία του σχολείου και απαγγέλθηκαν ποιήματα από μαθήτριες.

Υπεύθυνοι καθηγητές της εκδήλωσης που ολοκληρώθηκε με τον εθνικό ύμνο ήταν ο κ. Ευάγγελος Ντελής και η κ. Βασιλική Τσέργα.

Σύντομο χαιρετισμό απηύθυνε ο Δήμαρχος Σοφάδων ενώ ευχαρίστησε τους διοργανωτές εμφανώς συγκινημένος ο ήρωας του αλβανικού μετώπου Ευάγγελος Κόγιας.

 

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΥΨΩΜΑ731

Υπάρχουν στιγμές που τα προγνωστικά διαψεύδονται, γιατί υπάρχει κάτι που δεν μπαίνει στο ζύγι κι αυτό ονομάζεται ηρωισμός κι αυτοθυσία. Όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν τα όρια του φόβου και αγγίζουν την αυταπάρνηση, όταν το γενικό καλό προηγείται απ’ το ατομικό, είναι ικανοί να κάνουν μεγάλες πράξεις, άξιες θαυμασμού και γίνονται πρότυπα για τις μελλούμενες γενιές. Κι ο ηρωισμός με την αυτοθυσία εδράζονται στην πεποίθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι πράττουν το σωστό και το δίκαιο.
Ένας κατακτητικός πόλεμος γίνεται με την έπαρση του δυνατού, με τη αλαζονεία της νίκης χάρη στην υπεροπλία και την αριθμητική υπεροχή, γίνεται με την απόλυτη πεποίθηση ότι δεν θα υπάρξει αντίσταση. Ο αμυντικός όμως πόλεμος έχει μέσα του την αγωνία για το αύριο, το ηθικό χρέος της αντίστασης μέχρις εσχάτων, την άγρια τόλμη να μην παραδώσει ούτε μια σπιθαμή γης, δεν υπολογίζει τις δυνάμεις, δεν λογαριάζει την κούραση και τον κίνδυνο, ο θάνατος φαντάζει μικρός μπροστά στο μεγαλείο της νίκης και της απώθησης του εχθρού.
Είναι επομένως αβάσιμο να υπολογίζουμε τη δύναμη δύο αντιπάλων μετρώντας μόνο τα όπλα και τους στρατιώτες. Πρέπει να μετράμε την ψυχή και τη θέληση, το φιλότιμο και την αγάπη για την πατρίδα που απειλείται, για τα αγαπημένα πρόσωπα που αγωνιούν στις θλιμμένες πόλεις και τα σιωπηλά χωριά. Ένας λαός που απειλείται άδικα από μια ξένη δύναμη στυγνού ιμπεριαλισμού φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη αντοχής και η νίκη είναι πια θέμα χρόνου.
Πέρασαν 75 χρόνια από μια χρυσή σελίδα της νεότερης ιστορίας μας, το Έπος του ’40. Μια σειρά από ηρωικές μάχες μέσα στο δριμύ χειμώνα της Βορείου Ηπείρου έδειξαν για πολλοστή φορά το αδούλωτο φρόνημα του ελληνικού λαού, ένα φρόνημα χαλκευμένο από μια βαθιά παράδοση και μια αιματοβαμμένη μα σταθερά ένδοξη ιστορία. Οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν επάξια στο κάλεσμα των καιρών και γεμάτοι ενθουσιασμό πήραν τα όπλα και σκαρφάλωσαν στα βουνά και τις χαράδρες της Ηπείρου και απώθησαν έναν εχθρό κατά πολύ δυνατότερο κι ετοιμοπόλεμο.
Μια μάχη όμως έκρινε την έκβαση αυτού του πολέμου καθοριστικά και συνέβαλε στην καθυστέρηση της επίθεσης Μπαρμπαρόσα της χιτλερικής Γερμανίας κατά της Ρωσίας για σαράντα περίπου μέρες, κάτι που οδήγησε τον επόμενο χειμώνα στην πανωλεθρία του Χίτλερ στο ρωσικό μέτωπο κι άρχισε την αντίστροφη μέτρηση για την ήττα του Άξονα. Υπήρξε μια μάχη που ως τώρα δεν της δόθηκε η απαιτούμενη βαρύτητα και κινδύνεψε να ξεχαστεί καθώς και οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρες έφευγαν σιγά σιγά απ’ τη ζωή. Ήταν η μάχη για την κατάληψη του υψώματος 731 κατά την εαρινή επίθεση των Ιταλών, ένα ύψωμα που το υπερασπίστηκε με αυτοθυσία το 5ο Δυτικοθεσσαλικό Σύνταγμα Πεζικού, που αποτελούνταν από στρατιώτες των νομών Καρδίτσας, Τρικάλων και Ευρυτανίας. Η λυσσαλέα επίθεση των Ιταλών εκδηλώθηκε στις 9 Μαρτίου του 1941.
Θα ήθελα με συντομία να σας εκθέσω τα γεγονότα που προηγήθηκαν αυτής της μεγάλης μάχης.
Παράλληλα με τις καταιγιστικές επιθέσεις του Χίτλερ και την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Δανίας, της Νορβηγίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Γαλλίας συστήθηκε ο τριμερής Άξονας Γερμανίας – Ιταλίας – Ιαπωνίας, με τον οποίο συνέπραξε η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, ενώ υπογράφτηκε και με τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν το σύμφωνο μη επιθέσεως.
Ο σύμμαχος του Χίτλερ Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία στις 10 Ιουνίου 1940 και στις 28 Οκτωβρίου κατά της Ελλάδας, με σκοπό να έχει δικαιώματα διανομής των κατακτημένων χωρών. Η Αλβανία υποτάχτηκε αμαχητί και παρείχε στρατιώτες και πολεμικό υλικό στο Μουσολίνι. Η Αλβανική κυβέρνηση είχε την πεποίθηση ότι η Ιταλία εύκολα θα νικούσε την Ελλάδα και έλπιζε σε εδαφική προέκτασή της νοτιότερα. Εξάλλου με πρωτοβουλία των Ιταλών δημιουργήθηκε το 1913 το Αλβανικό κράτος, το οποίο περιέλαβε και την Ελληνική Βόρειο Ήπειρο.
Ο Μουσολίνι όμως δεν υπολόγισε το υψηλό φρόνημα των Ελλήνων και την πίστη τους στο δίκαιο του αγώνα τους, αλλά και στην άρτια εκπαίδευση του Ελληνικού στρατού καθώς οι αξιωματικοί του είχαν την εμπειρία των Βαλκανικών Πολέμων, του πρώτου παγκόσμιου και του μικρασιατικού μετώπου. Οι απλοί πολεμιστές ανήκαν στη γενιά του μεσοπολέμου, μια νέα ελληνική γενιά ιδιαίτερα μορφωμένη, με πνευματική δημιουργία, μια γενιά αναγέννησης του ελληνικού έθνους μέσα από τις στάχτες της Μικρασιατικής καταστροφής. Και πολιτικά στην Ελλάδα μετά από μια μακρά περίοδο αναταραχών υπήρχε ηρεμία και πυρετώδης πολεμική προετοιμασία, καθώς διαφαινόταν η εμπλοκή και της Ελλάδας στον μεγάλο πόλεμο που ήταν πασιφανές ότι θα εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Και ιδιαίτερα στις σχέσεις μας με τους Ιταλούς είχε προηγηθεί ο προκλητικός και άνανδρος τορπιλισμός της Έλλης ανήμερα της γιορτής της Παναγίας στο λιμάνι της Τήνου. Ο Έλληνας στρατιώτης δεν φοβόταν τον πόλεμο. Αδημονούσε μάλιστα να εκδικηθεί τους Ιταλούς. Και το απέδειξε στο πεδίο της μάχης.
Έτσι οι πρώτοι μήνες του Ελληνοιταλικού πολέμου σημαδεύτηκαν από περηφανείς νίκες των Ελλήνων που απώθησαν τα ιταλικά στρατεύματα πέρα από τα υψώματα Καλαράτ-Κουρβέλεσι-Σεντέλεσι-Τρεμπεσίνα-731-Μάλι Σπανταρίτ. Πίσω απ’ αυτή τη γραμμή η ιταλική δύναμη διπλασιάστηκε κατά τους χειμερινούς μήνες του 1940-41, προσπαθώντας να ισορροπήσει με την τεράστια δύναμή της το στενό πέρασμα και τις καλές οχυρές θέσεις των Ελληνικών δυνάμεων. Απρόσιτα βουνά κατέρχονται από βορά προς νότο και τεμαχίζονται κατά διαστήματα από απότομες και βαθιές χαράδρες, που είναι αδύνατη η διέλευσή τους ακόμη και από πεζοπόρα τμήματα. Μοναδικό πέρασμα προς την κοιλάδα του ποταμού Ντέσνιτσα, όπου θα μπορούσαν πια ν’ αναπτυχθούν όλες οι ιταλικές δυνάμεις και να προελάσουν προς την Ελλάδα είναι το ύψωμα 731, μια θέση κλειδί. Εκεί έμελε να κριθεί η μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών εναντίον περίπου χιλίων Ελλήνων πολεμιστών από τα μέρη μας, που υπερασπίζονταν με τη ζωή τους το ύψωμα.
Τη βαρύτητα με την οποία αντιμετώπισε η Ιταλία τον πόλεμο με την Ελλάδα μπορούμε να την καταλάβουμε από την παρουσία του ίδιου του Μουσολίνι από τις 2 Μαρτίου στο αλβανικό μέτωπο, ο οποίος μέχρι τις 8 Μαρτίου εμψύχωνε του αξιωματικούς και τους στρατιώτες του και από την έναρξη της μάχης βρισκόταν σε παρατηρητήριο 10 χιλιόμετρα περίπου απέναντι από το ύψωμα 731. Είχε προηγηθεί η απόφασή του να ρίξει όλο το βάρος των επιχειρήσεών του στο αλβανικό μέτωπο. Δεν ήθελε να παρέμβει η Γερμανία στην προσπάθεια κατάληψης της Ελλάδας, γιατί έτσι θα μειωνόταν ο ίδιος στα μάτια του Χίτλερ και θα έχανε το δικαίωμα να διαχειριστεί τις κατακτημένες περιοχές όπως αυτός ήθελε. Ο ίδιος ο Μουσολίνι απευθυνόμενος στον Αρχιστράτηγο του Αλβανικού Μετώπου Καβαλλέρο στις 12 Μαρτίου 1941 έλεγε: «Έχουμε απόλυτη ανάγκη μιας σημαντικής στρατιωτικής νίκης. Το απαιτεί το γόητρο του Ιταλικού Στρατού. Εδώ είναι το πραγματικό μέτωπο κι εδώ πρέπει να νικήσουμε».
Τα ελληνικά στρατεύματα στο διάστημα που προηγήθηκε της εαρινής επίθεσης ενίσχυσαν την άμυνά τους με ορύγματα και δημιουργία δεντροσκεπών σ’ αυτά. Εργαζόταν την νύχτα και, όταν είχε ομίχλη και δεν γίνονταν αντιληπτοί από τα ιταλικά παρατηρητήρια, και τη μέρα. Τα σκαπτικά εργαλεία αντικατέστησαν το όπλο κι έγιναν πολύτιμοι βοηθοί γι’ αυτό που θα επακολουθούσε.
Στις 6:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου- Κυριακή της Ορθοδοξίας – άρχισε ο τρομακτικός βομβαρδισμός του υψώματος 731 που φυλαγόταν από το 5ο Σύνταγμα αποτελούμενο αποκλειστικά από στρατιώτες που καταγόταν από τους νομούς Καρδίτσης και Τρικάλων. Σ’ αυτούς έλαχε ο κλήρος της μεγάλης δόξας. 400 πυροβόλα με πάνω από 50.000 βλήματα, 30 όλμοι με περίπου 40.000 βλήματα και 190 αεροπλάνα από τα οποία 70 βομβαρδιστικά χτυπούσαν αλύπητα το μικρό λόφο πλάτους περίπου 1.500 μέτρων. Όσοι Έλληνες βρισκόταν έξω από τα ορύγματα και οι ημιονηγοί με τα μουλάρια τους, που μόλις είχαν φτάσει με τα εφόδια για τους στρατιώτες διαμελίστηκαν. Σκόνη, φωτιά, καπνός κι ατέλειωτες τρομακτικές εκρήξεις παντού. Σε λίγη ώρα το όμορφο δάσος του υψώματος καταστρέφεται. Το ίδιο και τα συρματοπλέγματα. Η τηλεφωνική επικοινωνία διακόπτεται. Οι στρατιώτες μας πρέπει να ενεργήσουν μονάχα με την ψυχή τους. Τα πολυβόλα που βρισκόταν έξω καταστρέφονται. Οι στρατιώτες κρύβονται στους κρατήρες που άνοιξαν οι οβίδες και προσπαθούν να προστατευθούν και να σώσουν τον οπλισμό τους. Επί δύο συνεχόμενες ώρες σείεται η γη από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς και αρκετοί Έλληνες στρατιώτες σκοτώνονται ή τραυματίζονται.
Κατά τις 8:30 αρχίζει η επίθεση του πεζικού. Απ’ ότι φάνηκε αργότερα οι Ιταλοί δεν περίμεναν ότι θα είχε μείνει κανείς ζωντανός μέσα σ’ εκείνη την κόλαση φωτιάς και σιδήρου. Όμως τα προσεκτικά κατασκευασμένα ορύγματα κρατούν αρκετούς ακόμη ζωντανούς ικανούς να κάμψουν την επέλαση των Ιταλών. Το χώμα μάλιστα από τις συνεχείς εκρήξεις των οβίδων είχε κάνει τις θέσεις ακόμη πιο δυσδιάκριτες απ’ τους εχθρούς. Κι όταν πλησίασαν τα πρώτα τρία τάγματα των Ιταλών, το ένα πίσω από το άλλο λόγω της στενότητας του χώρου, τα ελληνικά πολυβόλα τους θέρισαν σε απόσταση 200 μέτρων. Το ξάφνιασμα των Ιταλών έγινε πανικός κι οπισθοχώρηση σ’ αυτή την πρώτη απόπειρα να καταλάβουν το οχυρό πέρασμα. Έγιναν συνολικά την πρώτη μέρα 6 επιθέσεις του εχθρού. Όλες κατέληξαν σε άτακτη οπισθοχώρηση. Ήταν μάλιστα τέτοιος ο ηρωισμός και η αποφασιστικότητα των Ελλήνων στρατιωτών που δεν δίσταζαν ν’ αφήσουν τις θέσεις τους και να ορμήσουν με την ιαχή «αέρα!» και να σκορπίσουν τον όλεθρο στους Ιταλούς. Χειροβομβίδες και βαρύς οπλισμός μένει πίσω ως πολύτιμο λάφυρο στους Έλληνες. Πάνω από το 30% των Ιταλών που επιτίθενται σκοτώνεται την πρώτη μέρα.
Από τα ξημερώματα και της δεύτερης μέρας γίνεται σφοδρός βομβαρδισμός των Ελληνικών θέσεων. Βρέχει από το βράδυ και τα ορύγματα γεμίζουν νερό. Οι Ιταλοί με τη μεραρχία «Πούλιε» προσπαθούν να υπερκεράσουν το ύψωμα 731, γίνονται όμως αντιληπτοί και αποδεκατίζονται από τα ελληνικά πολυβόλα. Το απόγευμα ιταλικά αεροπλάνα ρίχνουν προκηρύξεις που καλούν τους Έλληνες να παραδοθούν. Τόσο μεγάλη είναι άραγε η αισιοδοξία τους ότι θα νικήσουν; Τα μηνύματα από το πεδίο της μάχης είναι εντελώς διαφορετικά.
Την Τρίτη ημέρα οι Ιταλοί έπαθαν ακόμη μεγαλύτερη πανωλεθρία. Άρχισαν την επίθεσή τους στις 4:30 τα ξημερώματα. Υπήρχε πυκνή ομίχλη στην περιοχή και κινήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις, μια μετωπικά προς το ύψωμα 731 και μία μέσα από τη χαράδρα Πρίο Μπάθ που στα Ελληνικά μεταφράζεται μεγάλο ρέμα, προσπαθώντας να υπερκεράσουν και να κυκλώσουν το ύψωμα. Έγιναν όμως αντιληπτοί με το πρώτο φως και αποτέλεσαν εύκολο στόχο για τα Ελληνικά πολυβόλα που κυριολεκτικά τους θέρισαν. Τελικά όσοι έμειναν ζωντανοί παραδόθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις. 501 αιχμαλωτίστηκαν, μεταξύ των οποίων 20 αξιωματικοί και 3 ταγματάρχες, ένας απ’ τους οποίους μετέφερε τα σχέδια της εαρινής επίθεσης. 250 Ιταλοί είχαν ήδη σκοτωθεί σε κείνη τη μάχη. Μια δεύτερη επίθεση το απόγευμα κατέληξε και πάλι σε αποτυχία.
Στις 00:45 της επόμενης νύχτας γίνεται ξανά σφοδρός βομβαρδισμός των Ελληνικών θέσεων και μετά επιχείρηση κατάληψης του υψώματος που αποτυγχάνει. Το ίδιο συμβαίνει και τα ξημερώματα της τέταρτης μέρας των επιθέσεων. 586 Έλληνες στρατιώτες – αρκετοί από την πόλη και τα χωριά της Καρδίτσας – αφήνουν την τελευταία τους πνοή αυτές τις τέσσερις πρώτες μέρες της επίθεσης μαχόμενοι ηρωικά.
Χαρακτηριστική του κλίματος των πρώτων τεσσάρων ημερών είναι η παρακάτω διαταγή του Διοικητή του 5ου τάγματος πεζικού ταγματάρχου Δημητρίου Κασλά:
«Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω.
Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθεί και θα συντριβή.
Κρατείτε με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Στο τέλος της τέταρτης μέρας ο Μουσολίνι ενημερώνεται από τον Διοικητή Στρατιάς Τζελόλο ότι η επίθεση πρέπει να θεωρηθεί αποτυχούσα. Η απάντηση του Μουσολίνι ήταν να καλέσει όλη την πολεμική αεροπορία, ώστε την επόμενη ημέρα να υποστηριχθεί ακόμη πιο δυναμικά η Ιταλική επίθεση.
Στις 13 Μαρτίου το απόγευμα σφοδρότατος βομβαρδισμός από βαρύ πυροβολικό και 50 αεροπλάνα δημιουργεί ξανά μια κόλαση πυρός στο ύψωμα 731. Το Ιταλικό πεζικό ορμά και πάλι να καταλάβει την περιοχή. Γίνεται μάχη σώμα με σώμα καθώς οι Έλληνες στρατιώτες πετάγονται έξω από τα ορύγματα. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν έγινε προσωρινή ανακωχή για την περισυλλογή των νεκρών, βρέθηκαν πολλοί αντίπαλοι στρατιώτες αγκαλιασμένοι να έχουν δώσει ταυτόχρονα ο ένας στον άλλο το θανατηφόρο χτύπημα με την ξιφολόγχη. Οι απώλειες και των δύο πλευρών είναι μεγάλες. Οι Έλληνες όμως κερδίζουν κι αυτή τη μάχη. Συνολικά 12 επιθέσεις και το ύψωμα παραμένει Ελληνικό.
Και τις δύο επόμενες μέρες συνεχίσθηκε και ο βομβαρδισμός και οι επιθέσεις των Ιταλών που συχνά έφταναν σε μάχη σώμα με σώμα. Δεν κατάφεραν όμως τίποτε αξιόλογο. Την έβδομη ημέρα το απόγευμα έπαψαν οι επιθέσεις του πεζικού και η περιοχή βαλλόταν μόνο από πυρά πυροβολικού.
Η περίφημη εαρινή επίθεση είχε αποτύχει περίτρανα. Ο Μουσολίνι λίγες μέρες αργότερα αναχώρησε για την Ιταλία, αφήνοντας σαφείς διαταγές για τη συνέχιση των επιθέσεων. Οι Έλληνες όμως είχαν αποδείξει σε όλη την Ευρώπη που υπέφερε ότι ο Άξονας δεν είναι ανίκητος, ότι τα όπλα δεν μπορούν να νικήσουν την ηρωική ψυχή. Και η καθυστέρηση των σχεδίων του Χίτλερ ήταν αποφασιστική για τη συνολική έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Ο απολογισμός των νεκρών δείχνει και το μέγεθος της νίκης των Ελλήνων στο ύψωμα 731. Από Ελληνικής πλευράς σκοτώθηκαν περίπου 1200 στρατιώτες και αξιωματικοί, ενώ από Ιταλικής ο αριθμός φτάνει τους 11.800. Στις 21 Μαρτίου έγινε ανακωχή για περισυλλογή των νεκρών. Το τοπίο ήταν πραγματικά εφιαλτικό βγαλμένο από την κόλαση. Χιλιάδες νεκροί και διαμελισμένοι σκέπαζαν ολόκληρες τις παρυφές του υψώματος, συχνά ο ένας πάνω στον άλλο σε μακάβριους σωρούς, που χρησίμευαν και σαν προκάλυμμα κατά τη διάρκεια της μάχης.
Οι Ιταλοί μετά τον πόλεμο ανήγειραν στο 731 το Γενικό Μνημείο των Πεσόντων Ιταλών στην Αλβανία, το οποίο αποκαλούν «Ιερή Ζώνη». Αυτό αποδεικνύει ότι σ’ αυτό το σημείο είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες σε έμψυχο υλικό σε ολόκληρο το Αλβανικό μέτωπο.
Και άλλο όνομα που δόθηκε σ’ αυτό το ηρωικό για τους Έλληνες ύψωμα είναι «Γολγοθάς».
Ελληνικό μνημείο στήθηκε επίσης στο ύψωμα, για να τιμήσει τους νεκρούς αυτής της μεγάλης και περήφανης νίκης και να θυμίζει στο μέλλον ότι η γενναιότητα και η αποφασιστικότητα μπορούν να κάμψουν και τον πιο δυνατό εχθρό.)
Η αναγνώριση για τη μεγάλη συμβολή και τον απαράμιλλο ηρωισμό των υπερασπιστών του υψώματος 731 ήρθε πολύ νωρίς, το Μάιο του 1941, όταν ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης στρατηγός Μπάκος με έγγραφη διαταγή του προς τους Υποστρατήγους Ρουσσόπουλο και Βραχνό, διοικητές της 17ης και 1ης Μεραρχίας αντίστοιχα καθόριζε:
«Επειδή το ύψωμα 731 είχε καταστή, λόγω της κολάσεως του πυρός, πραγματικός θρύλος μεταξύ των αμυντικών δυνάμεων του Β Σώματος Στρατού, ουδείς δε αμφισβητεί ότι οι αμυνόμενοι του 731 έχουσι το δικαίωμα εις τον τίτλον του ήρωος, εφ’ όσον παρέμειναν αμυνόμενοι αυτού, παρακαλώ υποβάλατέ μου ονομαστικήν κατάστασιν αξιωματικών και οπλιτών, οίτινες ημύνοντο τούτου από της 7ης Μαρτίου μέχρι της 15ης Απριλίου 1941, ίνα τιμής ένεκεν διατάξω την προαγωγήν των εις τον ανώτερον βαθμόν ως και την απονομήν της επιβαλλομένης ηθικής αμοιβής».
Και η ηρωική παρουσία των αγωνιστών της περιοχής μας συνεχίζεται και μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Από τον Απρίλιο του 1941 και μέχρι τα μέσα του 1942 οι Ιταλοί ελέγχουν την περιοχή της Καρδίτσας μέχρι και τον ορεινό όγκο. Από το Φθινόπωρο όμως του 1942 η ενίσχυση των ανταρτών είναι τόσο μεγάλη που οι Ιταλοί δεν μπορούν να πλησιάσουν τα βουνά. Η ανατίναξη της γέφυρας του Καράμπαλη και της γέφυρας στους Στεφανουσαίους μεταξύ Καρδίτσας και Τρικάλων αποκόπτουν τη σιδηροδρομική επικοινωνία Καρδίτσας- Τρικάλων και κάνουν τους Ιταλούς να νιώθουν επισφαλείς και να φοβούνται επίθεση ακόμη και μέσα στους στρατώνες τους. Κάνουν απανωτές συσκέψεις και τέλος παίρνουν τη μεγάλη απόφαση. Το βράδυ της 10ης Μαρτίου 1943 επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας στην πόλη και την ίδια νύχτα φεύγουν σαν κλέφτες προς τα Τρίκαλα. Το πρωί της 11ης Μαρτίου οι κάτοικοι της Καρδίτσας θα ξυπνήσουν σε μια ελεύθερη πόλη. Την επόμενη μέρα τα τμήματα της Αντίστασης μπαίνουν συντεταγμένα στην πόλη. Επικρατεί μεγάλος ενθουσιασμός. Η Καρδίτσα είναι η πρώτη ελεύθερη πόλη της Ευρώπης!
Οφείλουμε λοιπόν να κρατούμε άσβηστη τη μνήμη αυτών των ηρώων και να τους τιμούμε αιώνια. Γιατί θυσίασαν τη ζωή τους για το πιο υψηλό αγαθό που υπάρχει στην ανθρωπότητα: την ελευθερία!
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!