Εκδήλωση τιμής και μνήμης για το Λοχαγό Κων/νο Ι. Ισχόμαχο, Γενικό Αρχηγό της Θεσσαλικής Επανάστασης του 1878 πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 11 Ιουνίου 2023 στην Τ.Κ Λουτρού.
Στο Λουτρό, λόγω της πορείας του αγώνα, εγκαταστάθηκε το Γενικό Αρχηγείο της Επαναστάσεως υπό την στρατιωτική ηγεσία του Κωνσταντίνου Ισχόμαχου.
Αρχικά τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο που έχει ανεγερθεί στο χώρο της πλατείας χοροστατούντος του Αιδεσιμολογιώτατου π. Ηλία Γώγου.
Η εκφώνηση του πανηγυρικού για το ιστορικό της Θεσσαλικής Επανάστασης 1878 έγινε από τον κ. Αντώνη Αντωνίου, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων από εκπροσώπους φορέων και συλλόγων, τήρηση ενός λεπτού σιγής και ο Εθνικός Υμνος. Την παρουσίαση της εκδήλωσης είχε η πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Σοφάδων κ. Κατερίνα Σταθοπούλου.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Δήμαρχος Σοφάδων κ. Θάνος Σκάρλος, ο πρ. Υπουργός Δικαιοσύνης και υποψήφιος βουλευτής κ. Κώστας Τσιάρας, οι πρ. βουλευτές και εκ νέου υποψήφιοι Γ. Κωτσός και Ασημίνα Σκόνδρα, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Καρδίτσας και υποψήφιος βουλευτής κ. Αριστοτέλης Σπάνιας, η πρόεδρος του Δημ. Συμβουλίου Σοφάδων κ. Θώμη Καφάση, οι αντιδήμαρχοι κκ Αθ. Σαμαράς, Γιώργος Τσινόπουλος, Παν. Κεφαλάς, Γιώργος Τσιώτας και Αθ. Παππάς, ο πρόεδρος του ΔΟΠΑΠΣ κ. Ιωάννης Κουτσομηλιάς , ο πρόεδρος της ΤΚ Λουτρού κ. Μπάμπης Χατζής, ο περιφερειακός σύμβουλος κ. Νίκος Καραγιάννης, Δημοτικοί και Τοπικοί Σύμβουλοι, η πρόεδρος του Λαογραφικού Συλλόγου Λουτρού κ. Βασιλική Κολοβού-Τσέτα, ο αντιπρόεδρος του Εξωραϊστικού Συλλόγου Απανταχού Λουτριωτών “Κωνσταντίνος Ισχόμαχος” κ. Κώστας Γιαννόπουλος, εκπρόσωποι Συλλόγων και Φορέων, εκπρόσωποι του ΑΤ Σοφάδων και της ΠΥ Καρδίτσας και κάτοικοι της κοινότητας.
Χαιρετισμοί
Αρχικά χαιρετισμό απηύθυνε ο εκπρόσωπος του Σεβασμιωτάτου π. Ηλίας Γώγος
Ο κ. Θάνος Σκάρλος
“Τιμούμε για ακόμη μια χρονιά, τον Γενικό Αρχηγό της Θεσσαλικής Επανάστασης του 1878, Κωνσταντίνο Ισχόμαχο.
Η δράση του έγινε σύμβολο του αγώνα για ελευθερία και παράδειγμα σθένους, ανδρείας και αυταπάρνησης που έμεινε στην ιστορία. Οι αρετές του Κωνσταντίνου Ισχόμαχου, σφράγισαν την ταυτότητα του τόπου μας στο χρόνο. Χρέος μας είναι να κρατάμε άσβεστη τη μνήμη του.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εκδήλωση και ως Δημοτική Αρχή οφείλουμε να τιμούμε την ιστορία μας και να διδασκόμαστε από αυτήν. Έχουμε σταθερά ιστορικά θεμέλια και εκδηλώσεις σαν αυτή μας δίνουν δύναμη για να προχωράμε.”
Ο κ. Κώστας Τσιάρας
“Οι ιστορικές αναφορές στα γεγονότα που συνετέλεσαν ουσιαστικά στο να ζούμε σε μια ελεύθερη χώρα, έγιναν από πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Το πρόσωπο του αρχηγού της Θεσσαλικής επανάστασης Κωνσταντίνου Ισχόμαχου μας συνδέει ώστε κάθε χρόνο να βρισκόμαστε σε μια εκδήλωση τιμής και μνήμης.
Αυτό που έχει σημασία σήμερα είναι να τονιστεί ότι με πολύ μεγάλη προσπάθεια τα τελευταία χρόνια καταφέραμε να ορίσουμε ως βασικό σημείο αναφοράς τον εορτασμό των ιστορικών γεγονότων της περιοχής μας. Είναι το ελάχιστο που οφείλουμε ως φόρο τιμής σε αυτούς που αγωνίστηκαν για να ζούμε σήμερα σε μια ελεύθερη πατρίδα. Θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές, στη Δημοτική Αρχή, τον πρόεδρο και σε όλους αυτούς που φροντίζουν με την ίδια συνέπεια τον εορτασμό στο Λουτρό. Ο τόπος έχει ανάγκη από ένα ημερολόγιο σταθερών ιστορικών γεγονότων, για την ανάδειξή τους και την απόδοση φόρου τιμής.”
Ο κ. Γιώργος Κωτσός
“Η πολιτική αλλά και οι πολιτικοί, οφείλουν να υποκλίνονται στην ιστορία και κυρίως σε αυτούς που έγραψαν ιστορία, όπως είναι ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Αν σήμερα υπάρχει ελεύθερη δημοκρατική Ελλάδα, εάν εμείς ζούμε σε συνθήκες ευημερίας και ασφάλειας το οφείλουμε σε ανθρώπους σαν τον Ισχόμαχο που πάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις προκειμένου η πατρίδα να αναστηθεί και να δημιουργηθεί το σύγχρονο ελληνικό κράτος.
Βλέπουμε ότι και στις σημερινές συνθήκες ζούμε καταστάσεις αναθεωρητισμού ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη και οφείλουμε να επαγρυπνούμε. Φωτεινοί σηματοδότες ο Ισχόμαχος και οι άλλοι ήρωες, εμπνέουν και εμάς σήμερα, γι αυτό και η χώρα μας μέσα από μια εξαιρετική και ευφυή εξωτερική πολιτική έχει ενισχύσει τα μέγιστα τη διεθνή της εικόνα. Η Ελλάδα έχει καταστεί πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην ανατολική μεσόγειο. Θα συνεχίσουμε τιμώντας όλους αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία μας.”
Η κ. Ασημίνα Σκόνδρα
“Είμαστε εδώ για να καταθέσουμε το σεβασμό και την αναγνώριση στον Κωνσταντίνο Ισχόμαχο και σε όλους τους ανώνυμους ήρωες που αγωνίστηκαν με πενιχρά μέσα αλλά με φλόγα στην ψυχή τους, για την πατρίδα μας τα αγαθά της ελευθερίας που απολαμβάνουμε. Έχουμε όμως και ένα ιερό χρέος. Να διαφυλάξουμε όλα όσα μας παρέδωσαν. Μια χώρα ελεύθερη και ανεξάρτητη, μια χώρα δημοκρατική που μπορούν να ευημερούν οι πολίτες. Έτσι, πέρα από μια μέρα τιμής και μνήμης, είναι μια μέρα αναστοχασμού και ευθύνης. Συγχαίρω το Δήμαρχο και όλους τους συντελεστές για την οργάνωση της εκδήλωσης.”
Κεντρική ομιλία κ. Αντώνη Αντωνίου
Σήμερα στο Λουτρό τόπο εγκατάστασης του Γενικού Αρχηγείου του επαναστατικού κινήματος του 1878 τιμάται η μνήμη του στρατιωτικού αρχηγού Κωνσταντίνου Ισχόμαχου.
Ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος καταγόταν από την Στενήμαχο της Θράκης και γεννήθηκε το 1838. Η οικογένειά του ήταν εγκατεστημένη στην Αθήνα. Αποφοίτησε το 1860 από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και κατατάχθηκε στο Πυροβολικό. Συνέχισε σπουδές στην Στρατιωτική Σχολή του Μετς στην Γαλλία και στη συνέχεια διορίστηκε καθηγητής στην Σχολή Ευελπίδων. Το 1878 προήχθη σε λοχαγό πρώτης τάξεως.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οριοθετείται μια περίοδος μεγάλων αλλαγών τόσο για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, όσο και για την πολιτική ζωή της χώρας. Επίσης, έρχεται στο προσκήνιο η διαδικασία σχηματισμού των εθνικών κρατών διαμέσου της όξυνσης του ανατολικού ζητήματος, που υπήρξε η πλέον καθοριστική για τη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής μπροστά στα διλήμματα της νέας εποχής.
Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος στα 1875-78 επιτάχυνε με γρήγορο ρυθμό τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Η αγροτική εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το καλοκαίρι του 1875 κατά των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων και η βουλγαρική εξέγερση τον Απρίλιο του 1876 τόνωσαν το φιλοπόλεμο ρεύμα στη Σερβία και στη Ρωσία. Οι Σέρβοι κήρυξαν τον πόλεμο στους Οθωμανούς τον Ιούνιο του 1876, όμως, ο καλύτερα εκπαιδευμένος οθωμανικός στρατός συνέτριψε το σερβικό μέσα σε λίγους μήνες. Οι Ρώσοι κήρυξαν με τη σειρά τους τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την άνοιξη του 1877, ύστερα από μήνες άκαρπων διαβουλεύσεων ανάμεσα στις Δυνάμεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη, κατά τις οποίες απορρίφθηκαν οι πιέσεις για εφαρμογή νέων μεταρρυθμιστικών μέτρων υπό τη στενή επίβλεψη των Δυνάμεων που δυσανασχετούσαν κυρίως για την υπερχρέωση και την διαφαινόμενη δημοσιονομική κατάρρευση της άλλοτε κραταιής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην απόφαση των Ρώσων να κηρύξουν τον πόλεμο συνέβαλε και η διόγκωση του πανσλαβιστικού κινήματος στη ρωσική κοινή γνώμη, που καλούσε στην παροχή βοήθειας στους Σλάβους της Βαλκανικής.
Μ’ αυτό τον τρόπο τον Μάιο του 1877 προέκυψε το ζήτημα της πιθανότητας διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της κηρύξης ευρωπαϊκού πολέμου δια της άκαμπτης αντιθέσης της Μεγάλης Βρετανίας στην πολιτική της Ρωσικής επέκτασης. Όπως ήταν φυσικό στην Ελλάδα οι πιέσεις τόσο από τους υπό την Οθωμανική καταπίεση Έλληνες όσο και από την κοινή γνώμη των πολιτών της Ελλάδας υπήρξαν έντονες. Στις 26 Μαΐου 1877 σχηματίσθηκε οικουμενική κυβέρνηση η οποία προχώρησε σε πολεμική προετοιμασία αλλά σπαρασσόταν από αντιθέσεις που αφορούσαν την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί. Αρχές του 1878 ανατράπηκε η οικουμενική κυβέρνηση και ανέλαβε την κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Το λαϊκό αίτημα για έξοδο στον πόλεμο γινόταν αφόρητο, αφού οι ρωσικές νίκες και η διαφαινόμενη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας εκμηδένιζαν την πειθώ των επιχειρημάτων της μη εμπλοκής.
Στην Αθήνα σωματεία, ενώσεις και αδελφότητες οργάνωναν καθημερινά λαϊκά συλλαλητήρια, πιέζοντας την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, τασσόμενη στο πλευρό των Ρώσων. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 1877, δημιουργήθηκαν εθνικές εταιρείες οι οποίες άρχισαν να προετοιμάζουν εξεγέρσεις στις υπόδουλες περιοχές. Δύο από τις εταιρείες αυτές ήταν η «Αδελφότης» και η «Εθνική άμυνα». Η Αδελφότης συστάθηκε το 1876, προερχόμενη από τη μυστική Αδελφική Ενότητα, που φαίνεται να είχε συστήσει νωρίτερα ο λοχαγός του πυροβολικού Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Η Αδελφική Ενότητα βασιζόταν στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ανεξιθρησκίας, προωθώντας τη βαλκανική συνεργασία. Η Αδελφότης είχε υιοθετήσει μυστικιστικά-συνωμοτικά στοιχεία, κατ’ αντανάκλαση της Φιλικής Εταιρείας, για να δικτυωθεί εντός και εκτός του ελληνικού βασιλείου. Τα πολυάριθμα μέλη της ήταν άνθρωποι επιπέδου μέτριου έως και υψηλού από γνωστικής και οικονομικής εμβέλειας. Τα μέσα που χρησιμοποίησε για την επίτευξη των στόχων ήταν, αφενός, η δημιουργία παραρτημάτων πανελλαδικά για τη συγκέντρωση χρημάτων, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης πανευρωπαϊκά και, αφετέρου, η ίδρυση ταμείου εθνικής άμυνας στην Αθήνα για τη συγκέντρωση των συνδρομών. Η «Αδελφότης» ως τις αρχές του 1878 είχε απλώσει το δίκτυό της στο μεγαλύτερο μέρος της νοτιοδυτικής Μακεδονίας και σε πολλά άλλα σημεία όπου ζούσε υπόδουλος ελληνισμός αλλά ακόμη και σε Ευρωπαϊκές χώρες. Οι δύο οργανώσεις συνεργάστηκαν στη διάρκεια του 1877, με σκοπό να προκαλέσουν γενικές εξεγέρσεις σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη. Στην Κεντρική Επιτροπή τους συμμετείχε και ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Ο Κ. Ισχόμαχος με οργανωτικό και συστηματικό τρόπο προετοιμάστηκε για την είσοδο στην Θεσσαλία. Διαμέσου του μυημένου Γεώργιου Φαρμακίδη ζήτησε από τον έχοντα μεγάλες χαρτογραφικές ικανότητες κάτοικο της Λάρισας Μιχάλη Χρυσοχόου χάρτη της Λάρισας και της περιοχής της. Το 1877 ο Ισχόμαχος υπέβαλε σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνικής Άμυνας και της Αδελφότητας στρατιωτικό σχέδιο για ανάπτυξη εξεγέρσεων, το οποίο υιοθετήθηκε με λίγες αλλαγές από την Κεντρική Επιτροπή και την κυβέρνηση. Σύμφωνα με αυτό, θα προκαλούνταν επαναστάσεις ταυτόχρονα σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη από ισχυρά ένοπλα σώματα τα οποία συγκροτούνταν στο ελεύθερο κράτος. Το σχέδιο περιλάμβανε αποβίβαση στρατιωτικών σωμάτων στην Κρήτη υπό την αρχηγία , πολλών Κρητών αρχηγών που είχαν εξοριστεί το 1869 και επέστρεψαν μυστικά.
Στις αρχές του 1878 πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση Μακεδόνων στην Αθήνα. Εκεί εκλέχτηκε μια Μακεδονική Επιτροπή. Οι ζυμώσεις αυτές οδήγησαν τελικά στην περίφημη εξέγερση του Ολύμπου, τον Φεβρουάριο του 1878 με επικεφαλής τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1878 ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος προήχθη σε λοχαγό πρώτης τάξεως. Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1877 εργάστηκε για την ανάπτυξη επαναστατικού κινήματος στην περιοχή του Αλμυρού. Από τις αρχές του Ιανουαρίου του 1878 μετακινήθηκε στα Άγραφα και πρωταγωνίστησε στο επαναστατικό κίνημα για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Συγκρότησε επαναστατικό σώμα και υπό την αρχηγία του εξήλθε στον Θεσσαλικό κάμπο. Για την συγκρότηση του επαναστατικού σώματος ξόδεψε όλη την πατρική του περιουσία. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν υπέβαλε αίτηση για να λάβει αποζημίωση για τις δαπάνες που πραγματοποίησε κατά το επαναστατικό κίνημα του 1878. Στο επαναστατικό του σώμα ήταν ενταγμένος και ο μικρότερος αδελφός του Φιλώτας αφού προηγουμένως είχε παραιτηθεί από τη θέση του. Δεν υπάκουσε στην εντολή τής Ελληνικής Κυβέρνησης να επιστρέψει στη Λαµία, όπως υπάκουσε ο Ελληνικός Στρατός που είχε εισβάλει στην περιοχή του Δοµοκού. Παρέμεινε στην περιοχή των Αγράφων. Μετά την εκδίωξη των Τούρκων και την απελευθέρωση της Ρεντίνας και του Σµοκόβου, εγκατέστησε το Στρατηγείο του στο αρχοντικό του Προύχοντα του Σµοκόβου Κωνσταντίνου Τσάπαλου. Ενεργώντας µε σχέδιο και απελευθερώνοντας σταδιακά όλους τους οικισμούς που βρίσκονταν στις παρυφές των Αγράφων, μετέφερε το Αρχηγείο του στο Λουτρό στο οποίο εγκατέστησε το επαναστατικό αρχηγείο των κάτω Αγράφων. Έτσι ήταν πιο εύκολο να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στα χωριά τού Κάµπου. Έδωσαν, επίσης, αποφασιστική τριήμερη, μάχη στη Σέκλιζα το σημερινό Καλλίθηρο. Καθ όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων ο Ισχόμαχος έδινε την μάχη της οργανώσεων των επαναστατικών σωμάτων και της απρόσκοπτης ροής πολεμοφοδίων τα οποία πλέον αρνούνταν να προμηθεύσει ο ελληνικός στρατός. Σταδιακά λοιπόν οι Επαναστάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα χωριά το ένα μετά το άλλο κι έφθασαν στην Ματαράγκα. Γνωρίζοντας ο Ισχόµαχος τους κίνδυνους που διέτρεχαν ανά πάσα στιγμή στη μέση τού κάµπου µε λίγες δυνάμεις και τεράστιο μέτωπο από το Λουτρό μέχρι τη Ματαράγκα, κι αφού οι επαναστάτες πήραν την απόφαση να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους εκεί, πρότεινε να περιορίσουν το μέτωπο και να αφήσουν έξω από τα σχέδιά τους τη Ματαράγκα. Παρά την έλλειψη πολεμοφοδίων προκειμένου να ενισχύσει το μέτωπο στην πεδινή ζώνη υποσχέθηκε την χορήγηση όπλων στους κατοίκους Κάμπου και Σμόκοβου. Προσωπικά θεωρούσε ότι θα έπρεπε να παραμείνουν κυρίως στην ορεινή ζώνη και να διατηρήσουν την φλόγα της επανάστασης ζωντανή και όχι να επιδιώκουν εφήμερες επιτυχίες στον κάμπο. Επεδίωξε να καταλάβει την από Λουτρό μέχρι και Σοφάδες έκταση την οποία θεωρούσε πρόσφορη για άμυνα. Όμως, οι επιλοχίες Δ. Τερτίπης και Γ. Λάιος, διαφώνησαν, ήθελαν να διατηρηθεί το μέτωπο μέχρι την Ματαράγκα και τελικά υποχώρησε ο Ισχόµαχος και δόθηκε η μάχη στη Ματαράγκα και στην Πετροµαγούλα. Μετά την μάχη της Ματαράγκας Πετρομαγούλας οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να επανέλθουν στο Λουτρό και να καταλάβουν νέες οχυρές θέσεις. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο επιτελικός νους του Ισχόμαχου προσπαθούσε συνεχώς να αποσοβήσει διαφωνίες και συγκρούσεις και να επιβάλλει συμβιβασμούς στην ηγεσία των επαναστατικών σωμάτων τα οποία διακρινόταν για την φλογερή πατριωτική τους διάθεση αλλά και για την απειθαρχία και έλλειψη συντονισμού. Έτσι έδωσε την μάχη από τον Μογγολίνο λόφο και από εκεί συντόνιζε τις δυνάμεις των επαναστατών. Μετά το πέρας της μάχης αποσύρθηκε στο Λουτρό. Στο Λουτρό ήλθαν διπλωματικοί αντιπρόσωποι της Μεγάλης Βρετανίας ζήτησαν ανακωχή και διαβεβαίωσαν την ηγεσία των επαναστατών ότι θα υλοποιηθούν οι πόθοι για την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα.
Αμέσως μετά αξιοποιώντας και τις εμπειρίες του από την ηγεσία του στις πολεμικές συγκρούσεις στην Θεσσαλία συνέγραψε μελέτη για την στρατιωτική οργάνωση της Ελλάδας η οποία εκδόθηκε το 1880. Στο εξώφυλλο του βιβλίου του έθεσε το ρητό του Γάλλου φιλοσόφου De Maistre το οποίο λέει «Η ειρήνη είναι το όνειρο των σοφών αλλά ο πόλεμος είναι η ιστορία των ανθρώπων». Στο βιβλίο του ο Ισχόμαχος αναφέρεται στις αρχές που πρέπει να διέπουν την συγκρότηση ενός αξιόμαχου στρατού και αναπτύσσει ένα συγκροτημένο σχέδιο επί τη βάσει του οποίου θα μπορούσε να οργανωθεί ο ελληνικός στρατός σε αποτελεσματική βάση.
Το 1881 εισήλθε με τον ελληνικό στρατό στην Λάρισα συνοδεύοντας τον επικεφαλής του στρατού Σκαρλάτο Σούτσο. Αμέσως μετά έλαβε μέρος στις βουλευτικές εκλογές ως υποψήφιος του Νομού Λαρίσης. Το 1883 διετέλεσε γραμματεύς της επιτροπής που συστάθηκε με πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου και του μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτου Πετρίδη για τη συλλογή εράνων υπέρ των κατοίκων της Λάρισας που επλήγησαν από τις πλημμύρες του Πηνειού της χρονιάς εκείνης και διέθεσε τη βουλευτική του αποζημίωση για τον παραπάνω σκοπό. Το 1885 επανεκλέχθηκε βουλευτής αλλά η εκλογή του, όπως και άλλων βουλευτών, ακυρώθηκε και στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουλίου 1885 δεν εκλέχθηκε. Επανήλθε στις τάξεις του στρατού και κατέλαβε καίριες ανώτατες επιτελικές θέσεις. Διετέλεσε Διευθυντής τού Στρατιωτικού Επιτελείου τού Υπουργείου Στρατιωτικών. Τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τον οδήγησαν στην κατάθλιψη και την αυτοκτονία στις 28 Μαΐου 1888.
Η κηδεία του τελέστηκε στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών παρουσία του τότε Πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη. Παρευρέθηκαν οι υπουργοί Γ. Θεοτόκης, Κ. Λομβάρδος, Π. Μανέτας και σύσσωμη η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού και παιδικός του φίλος Αριστόβουλος Μάνεσης καθώς και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεόδωρος Αφεντούλης εκφώνησαν τους επικήδειους λόγους. Πέντε δήμαρχοι των τότε επαρχιών του νομού Λαρίσης έστειλαν στεφάνια και εξουσιοδότησαν τον δήμαρχο Αθηναίων Τιμολέοντα Φιλήμονα να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο.
Ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος είχε τιμηθεί με τα παράσημα των Ταξιαρχών της Τυνησίας και της Σερβίας ενώ στις 31 Οκτωβρίου 1876 του επιτράπηκε να φέρει το παράσημο Μετζητιέ τετάρτης τάξεως που του είχε απονείμει λίγους μήνες νωρίτερα ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ. Η Ελληνική Πολιτεία τον τίμησε στις 31 Δεκεμβρίου 1873 με τον Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος και την 1η Δεκεμβρίου 1886 με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών.
Το παράδειγμά του ακολούθησε ο μικρότερός του αδελφός Φιλώτας (1845-1900). που υπήρξε αξιωματικός, διπλωμάτης και βουλευτής της Λάρισας. Ο Φιλώτας είχε καταταχθεί στον Γαλλικό στρατό και πολέμησε κατά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-71. Το 1878 πολέμησε και αυτός στην Θεσσαλία στο πλευρό του αδελφού του. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο διπλωματικό κλάδο και υπηρέτησε ως υποπρόξενος στην Αγκώνα και Γενικός Πρόξενος σε Τύνιδα, Κύπρο, Βηρυτό και Μασσαλία Προσπάθησε και αυτός να ανανήψει οικονομικά αλλά δεν το κατόρθωσε και οδηγήθηκε και αυτός στην αυτοκτονία.
Ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος από τον γάμο του με την Ιουλία Προβελέγγιου, αδελφή του λόγιου και ακαδημαϊκού Αριστομένη Προβελέγγιου, απέκτησε τρία παιδιά: τον Ιωάννη μετέπειτα βουλευτή Λάρισας, την Έλλη και την Μαρία. Ο Ιωάννης το 1917 διετέλεσε διευθυντής του Στρατιωτικού Γραφείου του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι νεκροί που τιμούμε σήμερα ακολούθησαν την συνείδησή τους και όρθωσαν αποτελεσματικά το ανάστημα σε ένα πολύ ισχυρότερο αντίπαλο. Πάλεψαν σε δύσκολες συνθήκες και χωρίς στήριξη, υπακούοντας όχι στο γράμμα των κανονισμών αλλά σε ένα ισχυρό αίσθημα πατριωτισμού και προσωπικής αξιοπρέπειας, και πέτυχαν να δώσουν μια ισχυρή ώθηση στο όραμα όχι μόνο των Θεσσαλών αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων για ελευθερία.
Η σημασία των γεγονότων του 1878 υπήρξε καθοριστική όχι μόνο για την πορεία της απελευθέρωσης των κατοίκων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας αλλά και της Κρήτης, της Μακεδονίας και της Κύπρου. Το βάρος του αγώνα σήκωσαν άμισθοι εθελοντές. Η κατανόηση των γεγονότων του 1878 δεν είναι απλά μια απαραίτητη ένδειξη τιμής σε ανθρώπους που θυσιάστηκαν για την ελευθερία αλλά είναι ιδιαίτερα επίκαιρη. Η βαθιά κρίση που συγκλόνισε τη Βαλκανική κατά την κρίσιμη δεκαετία 1990-2000, και σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζεται ως τις μέρες μας, επανέφερε με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη ανασκόπησης των διαδικασιών που οδήγησαν στον σχηματισμό των βαλκανικών κρατών. Τα γεγονότα του 1878 μπορούν να μας διδάξουν και για τους εθνικούς κινδύνους που ελλοχεύουν σε μια πολύχρονη και βαθιά δημοσιονομική κρίση.